- σαρκίο
- το / σαρκίον, ΝΑ [σάρξ, σαρκός]μικρό τεμάχιο σάρκας, σαρκίδιονεοελλ.1. (με ειρωνική σημ.) το τομάρι, η υλική υπόσταση τού ανθρώπου (α. «τρέμει για το σαρκίο του» — είναι δειλόςβ. «μόνον για το σαρκίο του φροντίζει» — είναι κοιλιόδουλος, υλιστής, εγωπαθής)2. ανατ. μικρό σαρκώδες εκβλάστημα που σχηματίζεται στην επιφάνεια τραύματος κατά την επούλωσή τουαρχ.1. η κλειτορίδα2. φρ. «σαρκία φορῶν» — λεγόταν για τον Ηρακλή, ο οποίος φορούσε δέρματα ζώων.
Dictionary of Greek. 2013.